- κτίζω
- και χτίζω (AM κτίζω)1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ.δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.)2. δημιουργώ από το μηδέν, πλάθω (α. «ο θεός έκτισε τον κόσμο» β. «καὶ γὰρ οὐκ ἐκτίσθη ἀνὴρ διὰ τὴν γυναῑκα, ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα», ΚΔ)νεοελλ.-μσν.1. περικλείω με τοίχο, φράζω («έκτισαν τα βορεινά παράθυρα»)2. φτιάχνω, κατασκευάζω3. συναρμόζω δομικά υλικά, για να κατασκευάσω κτήριο, κατασκευάζω οικοδόμημα, οικοδομώ (α. «κτίστηκαν πολλά σπίτια στο χωριό» β. «λαβεῑν ἐξουσίαν τοῡ κτίσαι ναὸν ἐπ' ὀνόματι τῆς ἁγίας Τριάδος», Μηναί.)4. ανακαινίζω οικοδόμημα, ανοικοδομώ5. αποκτώ6. (σχετικά με δρόμο) χαράζω, ακολουθώ7. αναγορεύω κάποιον8. φυλακίζω κάποιον9. φρ. α. «κτίζω στον (ή στην) άμμο» — ματαιοπονώβ. «κτίζω εις το νερόν» ή «κτίζω στα νέφαλα» — ματαιοπονώμσν.-αρχ.1. ιδρύω, καθιδρύω («πατρί ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.)2. εκτελώ ένα έργο («καὶ ταῡτ' ἔτλη τις χεὶρ γυναικεία κτίσαι», Σοφ.)αρχ.1. αποικίζω χώρα, εγκαθίσταμαι ως οικήτορας («κτίσσε δέ Δαρδανίην», Ομ. Ιλ.)2. (σχετικά με άλσος) φυτεύω3. (σχετικά με ζωγραφική εικόνα) παριστάνω πρώτος4. εφευρίσκω, επινοώ5. φέρω, επιφέρω6. καθιστώ κάποιον τέτοιον ή τέτοιον («ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει» — θα σέ απελευθερώσει, θα σέ καταστήσει ελεύθερο από αυτά τα πάθη, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτίμενος, που απαντά στον Όμηρο, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (kitimeno «εκχερσώνω, καλλιεργώ»), πρβλ. και αρχ. ινδ. kse-ti «κατοικώ». Ο τ. περι-κτί-ται εμφανίζει επίθημα *-tā και συνδέεται με το αρχ. ινδικό pari-ksit- «αυτός που κατοικεί τριγύρω». Το ίδιο επίθημα βρίσκουμε και στο εὔ-κτιτος, καθώς και στο αβεστ. ana-sita «ακατοίκητος». Ο τ. κτίσις μπορεί να δημιουργήθηκε στην Ελληνική, αν και υπάρχει παράλληλο θέμα στο ινδοϊρανικό και αρχ. ινδ. ksiti- και στο αβεστ. šiti- «κατοικία, διαμονή». Η λ. συνδέεται επίσης με τους τ. κτίλος* και κτῶμαι*.ΠΑΡ. κτίσις, κτίσμα, κτίστης, κτιστόςαρχ.κτισμός, κτιστήρ, κτιστύς, κτίστωρ, κτίτερ, κτίτηςμσν.κτιστῆρινμσν.- νεοελλ.κτίσιμο, κτίτωρ.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιανακτίζω, ανακτίζω, εγκτίζω, εξανακτίζω, επικτίζω, μετακτίζω, παιδοκτίζω, προσκτίζω, συγκτίζωνεοελλ.επανακτίζω, κακοκτίζω, καλοκτίζω, μισοκτίζω, ξανακτίζω].
Dictionary of Greek. 2013.